πέρπυρο(ν)

πέρπυρο(ν)
τὸ, Μ
το υπέρπυρον*, το βυζαντινό χρυσό νόμισμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπέρπυρον, ουδ. τού επιθ. ύπέρ-πυρος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • υπέρπυρο — το / ὑπέρπυρον, ΝΜ (στο Βυζ.) χρυσό νόμισμα με αξία που ποίκιλλε κατά εποχές, αλλ. πέρπυρο ή πέρπερο. [ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. τού ουδ. τού αρχ. επιθ. ὑπέρπυρος «πύρινος». Το νόμισμα ονομάστηκε έτσι λόγω τού ερυθρού χρώματός του] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”